Πάει σαν το στραβό στον Άδη
Σε αυτόν για τον οποίο λένε τη φράση αυτή, αποδίδουν μια αδιαφορία, μια μοιρολατρεία, μια έλλειψη αντίστασης στα δυσάρεστα γεγονότα.
Στο μεσαίωνα, στα μάτια των νεκρών έβαζαν μια μαύρη ταινία έτσι, που ο πεθαμένος να μην μπορεί, σύμφωνα με τις προλήψεις εκείνου του καιρού, να ξαναγυρίσει στη γη σαν βρυκόλακας. Ενώ παραδεχόταν, οι απλοϊκοί φυσικά, ότι τα ανθρώπινα μέλη πάθαιναν φθορές στο τάφο, πίστευαν πως μόνο τα μάτια μένουν ανέπαφα. Στους μεγάλους λοιπόν εγκληματίες, έμπηγε ο δήμιος στα μάτια τους δύο καμμένα καρφιά.
Αντίθετα δεν έβαζαν ούτε τη μαύρη ταινία στους αδικοσκοτωμένους, για να μπορέσουν να γυρίσουν και να πάρουν εκδίκηση.
Πήδησαν πολλά παλούκια
Οι Ρωμαίοι διασκέδαζαν με τα πιο απάνθρωπα θεάματα.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά, που είχε εμπνευστεί ο Νέρωνας, ήταν το πήδημα των λόγχων. Κάρφωναν, δηλαδή τη λόγχη ανάποδα στη γη, με τη λεπίδα της προςτα πάνω και οι λογχισταί ήταν υποχρεωμένοι να τις πηδούν, χωρίς να τις αγγίζουν.
Εκείνος που είχε την ατυχία να την παρασύρει με το πήδημα του, τον έπιαναν οι παρατηρηταί και τον κάρφωναν ζωντανό πάνω στη λόγχη. Το φριχτό αυτό θέαμα μεταφέρθηκε αργότερα στο Βυζάντιο.
Με τον καιρό, όμως το πήδημα των λόγχων κατάντησε να γίνει τυχερό παιχνίδι και ο λαός του Βυζαντίου έβαζε μεγάλα στοιχήματα για τους νικητές. Το παιχνίδι αυτό, που το ονόμαζαν πάλους, έβγαλε διάσημους αθλητές, όπως τον Αμάραντο, το Λαγόνη και το Φρύλιχο. και οι τρεις αυτοί έγιαν ξακουστού στη βασιλεύουσα, επειδή πηδούσαν χρόνια ολόκληρα τους πάλους χωρίς να τους συμβεί ποτέ κανενα ατύχημα.
Παρόλα αυτά όμως κι οι τρεις σκοτώθηκαν στο τέλος, σε αγώνες που έγιναn μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μονομάχο. Από το δραματικό αυτό αγώνισμα, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση "Πήδησαν πολλά παλούκια", που τη λέμε για ανθρώπους αμφίβολης ηθικής.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά, που είχε εμπνευστεί ο Νέρωνας, ήταν το πήδημα των λόγχων. Κάρφωναν, δηλαδή τη λόγχη ανάποδα στη γη, με τη λεπίδα της προςτα πάνω και οι λογχισταί ήταν υποχρεωμένοι να τις πηδούν, χωρίς να τις αγγίζουν.
Εκείνος που είχε την ατυχία να την παρασύρει με το πήδημα του, τον έπιαναν οι παρατηρηταί και τον κάρφωναν ζωντανό πάνω στη λόγχη. Το φριχτό αυτό θέαμα μεταφέρθηκε αργότερα στο Βυζάντιο.
Με τον καιρό, όμως το πήδημα των λόγχων κατάντησε να γίνει τυχερό παιχνίδι και ο λαός του Βυζαντίου έβαζε μεγάλα στοιχήματα για τους νικητές. Το παιχνίδι αυτό, που το ονόμαζαν πάλους, έβγαλε διάσημους αθλητές, όπως τον Αμάραντο, το Λαγόνη και το Φρύλιχο. και οι τρεις αυτοί έγιαν ξακουστού στη βασιλεύουσα, επειδή πηδούσαν χρόνια ολόκληρα τους πάλους χωρίς να τους συμβεί ποτέ κανενα ατύχημα.
Παρόλα αυτά όμως κι οι τρεις σκοτώθηκαν στο τέλος, σε αγώνες που έγιναn μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μονομάχο. Από το δραματικό αυτό αγώνισμα, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση "Πήδησαν πολλά παλούκια", που τη λέμε για ανθρώπους αμφίβολης ηθικής.
Όταν δεν πηγαίνει το βουνό στον Μωάμεθ, πηγαίνει ο Μωάμεθ στο βουνό
Είναι πολύ γνωστή και διεθνής αυτή η φράση και ξεκινάει από τη Βίβλο. Εκεί διαβάζουμε μια περικοπή, που λέει ότι η πίστη μπορεί να μετακινήσει και όρη. Σε διαφορετικές μορφές τη συναντάμε στα ανέκδοτα του Ναστρεντίν Χότζα, σε ισπανικές παροιμίες, που μεταφέρθηκαν στην Ισπανία από τους Άραβες, σε αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά ευθυμογραφήματα και ακόμη σε ιαπωνικές και κινέζικες παροιμίες. Ο Μωάμεθ τη χρησιμοποίησε την ώρα που κατηχούσε και από τότε έμεινε σαν δική του έκφραση.
Όποτε του καπνίσει
Η χρονολογία της πρώτης εμφάνισης του καπνίσματος δεν είναι εξακριβωμένη. Άλλοι ιστορικοί θεωρούν την Ασία σαν πατρίδα του καπνού, άλλοι την αρχαία Ρώμη.
Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να καίνε διάφορα αρωματικά φυτά μέσα σε ειδικά δοχεία και ρουφούσαν κατόπιν τον καπνό τους. Γεγονός, όμως είναι ότι οι πρώτοι εξερευνητές, που ανακάλυψαν την Αμερική, όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, ήταν τέλειοι καπνιστές. Τους είχαν συνηθίσει οι ιθαγενείς Αμερικανοί, που γνώριζαν τη χρήση του καπνού. Από τους θαλασσοπόρους αυτούς διαδόθηκε κατόπιν το κάπνισμα στην Ευρώπη.
Επειδή όμως η βιομηχανία του καπνού τότε, δεν ήταν αρκετά προηγμένη, έκοβαν χλωρά τα φύλλα και τα έβαζαν στις τσέπες τους. Μόλις όμως κάπνιζαν από αυτόν τον καπνό, μεθούσαν και έκαναν φρικιαστικά εγκλήματα. Ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας εξέδωσε τότε διάταγμα, που απαγόρευε απολύτως το κάπνισμα. Ο Ιάκωβος έκανε ακόμη και κάτι άλλο : Παράγγειλε μια τερατώδη προτομή, μεταξύ ανθρώπου και σατανά, του έβαλε μια πίπα στο στόμα και την τοποθέτησε στη αίθουσα του δικαστηρίου. Όποιος λοιπόν, συλλαμβάνονταν να καπνίζει και τον πήγαιναν να δικαστεί, του έδειχναν τη διαβολική προτομή με την πίπα και του έλεγα : " Από το σατανά θα εξαρτηθεί η τιμωρία που θα σου επιβάλλουμε. Αν καπνίσει και αυτός, θα σε αφήσουμε ελεύθερο...".
Φυσικά η προτομή πολλές φορές, κάπνιζε, γιατί από πίσω της είχε τοποθετηθεί ένα ειδικό απορροφητικό μηχάνημα. Αυτό, όμως γινόταν μόνο για όσους από τους κατηγορούμενους τα είχαν καλά με τους δικαστές. Έτσι η φράση : Όποτε του καπνίσει, είναι καθαρά αγγλική. Την έλεγαν οι υπήκοοι του Ιάκωβου, για να δείξουν ποσο άδικη ήταν η δικαιοσύνη της εποχής του.
Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να καίνε διάφορα αρωματικά φυτά μέσα σε ειδικά δοχεία και ρουφούσαν κατόπιν τον καπνό τους. Γεγονός, όμως είναι ότι οι πρώτοι εξερευνητές, που ανακάλυψαν την Αμερική, όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, ήταν τέλειοι καπνιστές. Τους είχαν συνηθίσει οι ιθαγενείς Αμερικανοί, που γνώριζαν τη χρήση του καπνού. Από τους θαλασσοπόρους αυτούς διαδόθηκε κατόπιν το κάπνισμα στην Ευρώπη.
Επειδή όμως η βιομηχανία του καπνού τότε, δεν ήταν αρκετά προηγμένη, έκοβαν χλωρά τα φύλλα και τα έβαζαν στις τσέπες τους. Μόλις όμως κάπνιζαν από αυτόν τον καπνό, μεθούσαν και έκαναν φρικιαστικά εγκλήματα. Ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας εξέδωσε τότε διάταγμα, που απαγόρευε απολύτως το κάπνισμα. Ο Ιάκωβος έκανε ακόμη και κάτι άλλο : Παράγγειλε μια τερατώδη προτομή, μεταξύ ανθρώπου και σατανά, του έβαλε μια πίπα στο στόμα και την τοποθέτησε στη αίθουσα του δικαστηρίου. Όποιος λοιπόν, συλλαμβάνονταν να καπνίζει και τον πήγαιναν να δικαστεί, του έδειχναν τη διαβολική προτομή με την πίπα και του έλεγα : " Από το σατανά θα εξαρτηθεί η τιμωρία που θα σου επιβάλλουμε. Αν καπνίσει και αυτός, θα σε αφήσουμε ελεύθερο...".
Φυσικά η προτομή πολλές φορές, κάπνιζε, γιατί από πίσω της είχε τοποθετηθεί ένα ειδικό απορροφητικό μηχάνημα. Αυτό, όμως γινόταν μόνο για όσους από τους κατηγορούμενους τα είχαν καλά με τους δικαστές. Έτσι η φράση : Όποτε του καπνίσει, είναι καθαρά αγγλική. Την έλεγαν οι υπήκοοι του Ιάκωβου, για να δείξουν ποσο άδικη ήταν η δικαιοσύνη της εποχής του.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός, ου γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα.
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους Χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν.
Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους Χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν.
Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου